Ο θεριστής

Στο όνειρό μου συνάντησα
Τον θεριστή, τον Χάρο
Καθισμένο πάνω στα ερείπια
της μανίας αιμοχαρή πολέμου
Στη μαύρη αγκαλιά του μετρούσε
των αθώων τις ψυχές
Δακρυσμένος

Το ξημέρωμα με βρήκε
να γυρεύω παρηγοριά
στους στίχους μου
Μα κρύφτηκαν οι λέξεις
οι ανάλαφρες,οι στολισμένες
με χρώμα και φώς
Κουβάρι μπερδεμένο έγιναν
Ανείπωτης θλίψης λυγμός

Κραυγή πόνου οι στίχοι
Θρήνος το ποίημα

Αγλαΐα Κεφαλά
16-5-2021

Άνοιξη

Αρχές Μαΐου του 1976. Πριν δύο εβδομάδες είχε κλείσει τα εικοσιέξι της χρόνια .Ήταν μία ψιλόλιγνη ,με όμορφα χαρακτηριστικά νέα γυναίκα και ένα χαμόγελο φωτεινό όπως έλεγαν. Η ίδια όταν κοιτούσε στον καθρέφτη έβλεπε τον εαυτό της με τα μάτια ενός κακοποιημένου παιδιού. Έβλεπε ένα λάθος που δεν έπρεπε να έχει γεννηθεί, απροσδιόριστες ενοχές, το γκρίζο πρόσωπο μίας άγνωστης. Εκείνη την άγνωστη που για ακόμη μία φορά δικαίωνε κάθε βρισιά της σκληρής γλώσσας της μάνας, κάθε χτύπημα της άπονης ζώνης του πατέρα. Ποτέ δεν κατάφερε να ξεχωρίσει τι την πονούσε περισσότερο από τα δύο η μήπως ήταν τα αγγίγματα και τα λόγια του φιλεύσπλαχνου θείου της. Εκείνη την στιγμή όμως τίποτα από όλα αυτά δεν την άγγιζε. Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό περπατούσε μουδιασμένη τόσο που δεν ήξερε αν ζει η είχε πεθάνει. Αυτό που είχε συμβεί δεν χωρούσε στο μυαλό της. Δεν το βαστούσε η ψυχή της , δεν το άντεχε καν το κορμί της. Μία φωνή επαναλάμβανε στην άκρη του ζαλισμένου μυαλού της. ” Σου τις πήραν, τα κατάφεραν . Και φταις εσύ. Παιδιά μου…ψυχούλες μου…γιατί θεέ μου…γιατί”. Η ψυχή έκλαιγε, τα μάτια της κοιτούσαν το χάος. Δεν κατάλαβε πως βρέθηκε καθισμένη σε εκείνο το εγκαταλελειμμένο οικόπεδο. Τα λεπτά χέρια της χαϊδεύαν το νεογέννητο καταπράσινο χορτάρι που είχε καλύψει τη γη, σαν να έψαχναν ένα χάδι παρηγοριάς, μία λέξη υποστήριξης, κάτι να κρατηθεί για να μην κάνει αυτό που είχε στο μυαλό της. Έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν της τρία κουτιά χάπια και τα άφησε δίπλα σε ένα μπουκαλάκι νερό που έσφιγγε νευρικά στο χέρι της. Τα χάπια ήταν η επιστημονική προσφορά στο πρόβλημα της όλης ύπαρξής της. Ένα χάπι το πρωί, ένα το μεσημέρι, ένα το βράδυ και τα είχε καταφέρει να περνάει η μέρα, χωρίς να την ενοχλούν εκείνες οι μαύρες σκέψεις. Ήταν ένας σκληρός αγώνας μα άξιζε η κάθε του στιγμή, γιατί πάλευε να υπάρχει για εκείνες. Τα κοριτσάκια της ήταν ότι καλύτερο της είχε δώσει η ζωή και προσπάθησε να τους δώσει όση αγάπη φύλαγε στην ψυχή της. Κι όμως δεν τα κατάφερε, τις έχασε και δεν της είχαν απομείνει και πολλά. Δεν είχε ούτε σπίτι να κρυφτεί, ούτε άνθρωπο να ακουμπήσει. Έγειρε το κεφάλι της προς τη γη και έσταξαν τα δάκρυα που έτρεχαν δίχως να το καταλάβει. Θυμήθηκε πόσο αγαπούσε την άνοιξη από παιδί την φύση, τα ζώα! Γύρω της το χορτάρι είχε στολιστεί με άσπρα και κίτρινα άγρια κρινάκια. Μία σταλαγματιά από τα δάκρυα της έκατσε στα πέταλα ενός από αυτά. Πως έλαμπε έτσι, σαν ένα μικρό διαμάντι! Το βλέμμα της σαν κάποιος απελπισμένος άνθρωπος που πέφτει στο κενό, αρπάχτηκε από την εικόνα αυτή. Ξαφνικά απ’ το μυαλό της άρχισε να περνάει η σύντομη ζωή της. Μία κραυγή, προσπαθούσε να ακουστεί από πολύ μακριά η πολύ βαθιά, ποιος να ξέρει. ” Οχι σκέφτηκε, δεν μπορώ να εγκαταλείψω τον αγώνα έτσι για την ζωή μου, για τα παιδιά μου. Δεν είναι δίκαιο ούτε μας αξίζει ”
Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί πάνω στο πράσινο ανοιξιάτικο ρούχο της γης, στα ασπροκίτρινα κεντίδια του, άφησε τα αυτιά της να ακούσουν τα κελαϊδίσματα των χελιδονιών, που επέστρεψαν μαζί με την άνοιξη . Έβαλε τα χάπια πίσω στην τσέπη του μπουφάν ήπιε μία γερή γουλιά νερό και δάκρυα . Πιάστηκε απ’τό το μόνο στήριγμα που της προσφέρθηκε, την ελπίδα της ξαναγεννημένης φύσης και στάθηκε όσο πιο γερά μπορούσε στα δύο πόδια της. Με αργά βήματα άρχισε να περπατάει, νιώθοντας για πρώτη φορά το δικαίωμα της να διεκδικήσει κάθε κομμάτι από την ζωή της.

@ Αγλαΐα Κεφαλά

(ανέκδοτο απόσπασμα διηγήματος)

Ημέρες Χριστουγέννων

Αυτές τις μέρες κάνει παγωνιά

Τα τζάμια των παραθύρων

των ζεστών σπιτιών θολώνουν

και μόνο τα λαμπάκια

τα γιορτινά των Χριστουγέννων

αχνοφαίνονται, να αναβοσβήνουν

Σκέφτομαι συνέχεια εσάς

που δεν έχετε ένα καταφύγιο

για να φυλαχτήτε απ’ τον χιονιά

Εσάς ανθρώπους άστεγους,

καταναλωμένους, πεταμένους

σαν απορρίματα στις σκοτεινές

γωνίες της σύγχρονης κοινωνίας.

Εσάς σκυλάκια και γατάκια,

ζεστή συντροφιά της μοναξιάς,

εξημερωμένα, χρησιμοποιημένα

και ξεχασμένα στους δρόμους.

Εσάς αγαπημένα μου περιστέρια,

που λουφάζεται στο απέναντι γείσο

της σκεπής ενός μπαλκονιού

Σπουργίτια που κρύβεστε γαντζωμένα

στα κλαδιά των μικρών δένδρων

που προσπαθούν να μεγαλώσουν

στα παρτέρια ενός πράσινου κόσμου

Επιβιώνει πολλά χρόνια μαζί μου

σε ένα βορινό ρετιρέ, δυτικά μίας πόλης

λόγω μεγάλης αγάπης και φροντίδας

Εναν σύγχρονο κόσμο φτιάξαμε

άσκεφτα οι άνθρωποι, με πέτρινη καρδιά.

Καταστρέφοντας έναν φυσικό κόσμο

που ανήκε σε όλα τα πλάσματά του

Ποιός θα μας λυπηθεί , όταν δεν θα

υπάρχει κανένα καταφύγιο και για μάς?

@Αγλαΐα Κεφαλά

27/12/2018

b44b18b78cb4c1bf64b45369229ce73c

Λίγη ψυχή χρειάζεται

Χρωματίστε την κάθε ‘μέρα

βουτώντας το πινέλο σας

στην παλέτα της ψυχής σας.

Τα ομορφότερα χρώματα

Θα τα βρούμε σε αυτά

που νιώθουμε,

μα δύσκολα τα βλέπουμε

Ας τα απλώσουμε

στον υλικό κόσμο μας

με γενναιοδωρία.

Για να μπορέσουμε

να τα δούμε και εμείς,

πρέπει να τα μοιραστούμε

με ανιδιοτελή αγάπη.

Δεν χρειάζεται να ζητάμε

ανταλλάγματα απο την ζωή

Εξάλλου για τίποτα υλικό

δεν ενδιαφέρεται η ψυχή

Παρα μόνο για των στιγμών

τα χρώματα και την λάμψη

και της Αγάπης το αιώνιο

το Φώς.

22/12/2018

@Αγλαΐα Κεφαλά

Θάλασσά μου

Ακούραστη και περήφανη πηγαινοερχόταν η βαρκούλα πάνω στην θάλασσα κάτω από το πρόσταγμα του κύρη της Πέρασαν πολλά χρόνια χωρίς να καταλάβει πότε έπαψε να είναι καινούργια και φρεσκοβαμμένη. Τώρα απόμεινε ολομόναχη και ξεχασμένη από όλους σε ένα μικρό ήρεμο λιμανάκι. Αλλά πάντα μπορεί να βλέπει την ομορφιά που την περιβάλλει
και κυρίως δεν σταματάει να ονειρεύεται….

Αγλαΐα Κεφαλά
5/7/2018

Το τριανταφυλλάκι

Ο κήπος είχε ξεχαστεί

στην άκρη της ψυχής μου

Ξερόκλαδα φυτρώνανε κι αγκάθια

που ματώνανε τις σκέψεις

αν τολμούσαν,  να φτάσουν ως εκεί

 

Πίσω απ’ τις πόρτες

τις βαριές, τις διπλοκλειδωμένες

τα όνειρα σιγοσβήνανε

κάτω απ’ τον γκρίζο ουρανό

του ξεχασμένου κήπου

 

Στο απάτητο του χώμα

που με τα χρόνια πέτρωσε

και έμοιαζε με βράχο,

ούτε ένα αγριολούλουδο

μπορούσε να φυτρώσει

 

Τα θαύματα λένε γίνονται

κι ας μη τα περιμένεις.

Οπως την μέρα που έγειρες

νεογέννητη, σαν ήλιου φώς

μέσα στην αγκαλιά μου

 

Πάνω στον βράχο φύτρωσε

ένα τριανταφυλλάκι

Μπουμπούκι ακόμα,

γέμισε τον κήπο ομορφιά

Τον κόσμο μοσχοβόλησε

κι ο γκρίζος ουρανός,

απο το φώς του έλαμψε

και έγινε γαλανός

 

Για την Κέλλυ μου

Αγλαΐα Κεφαλά

21/1/2016

pexels-photo-658687.jpeg

 

 

 

 

 

Η Αγάπη

Αντίο δάσκαλε σοφέ
Γέροντα Χρόνε αντίο
Για όλα όσα μου έμαθες
ένα ευχαριστώ
Στόν νέο χρόνο που έρχεται
με ελπίδα, βιαστικός
Να αναζητώ υπόσχομαι
πάντα την μία αλήθεια
που ολάκερη ανθρωπότητα
στα χέρια της κρατά
Να μάθω πόσο δυνατή
αληθινή, πιστή και δίκαια
Πρέπει να είναι
η Αγάπη

31/12/2017
@Aglaia kefala

Το δώρο σου

received_1622243477837872

Εκείνο το βράδυ
Εγώ σου έδωσα
την καρδιά μου
Να σε συντροφεύει
Στην μοναξιά
Των ταξιδιών σου
Να στέκει πλάι σου
Στις τρικυμίες
Να λαχταράει
με τους τυφώνες
με τους πειρατές
και τις σκληρές
τις άγρυπνες σου
ώρες

Εσύ μου δώρισες
Το βράδυ εκείνο
Ενα ολόλαμπρο
Αστέρι, μάρτυρα
στην ένωση
των ψυχών μας
και την καρδιά σου
Να με παρηγορεί
στην μοναξιά
Να με στηρίζει
στις δυσκολίες
της ζωής

Το αστέρι
που μου δώρισες
στην βάρδια να κοιτάς
Και να θυμάσαι
πως μονάχος σου
δεν είσαι
Γιατί η ψυχή μου
στέκει αλύγιστη εδώ
κοιτώντας πάντα
το ίδιο Αστέρι

29/12/2017

@Aglaiakefala

Για τον σύντροφο μου

Ανάσασμα

Μιά ανάσα μόνο

άνθρωπε

την μάσκα του εγωισμού

κομμάτια κάνει

Σαν την πυκνή ομίχλη

που την αυγή διαλύεται

Σαν μαύρο πέπλο

που το παίρνει ο άνεμος

Σαν το σκοτάδι

που το φώς του ήλιου σβήνει

Μιά ανάσα μόνο

άνθρωπε

την ψυχή σου αφήνει

λεύτερη,ντυμένη μόνο φώς

Γυμνή και αθώα

σαν το νιογέννητο μωρό

αιώνιο ταξίδι

ξεκινάει

4/11/2017

@ΑγλαΐαΚεφαλά